ολιγόφωνος

ολιγόφωνος
ὀλιγόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύναμη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόφωνα — ὀλιγόφωνος with little tone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”